εισπήδηση

εισπήδηση
η
1. αιφνίδια εισβολή
2. δόλια, αντικανονική κατάληψη αξιώματος
3. η τελευταία φάση τής εμβολής (το ρεσάλτο), κατά την οποία οι ναύτες πηδούν στο κατάστρωμα τού εχθρικού πλοίου μετά τον παράπλευρο πλου, την προσέγγιση και την αγκίστρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εισπήδησις μαρτυρείται το 1894 από τον Εμμ. Δ. Ροΐδη στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εἰσπηδήσῃ — εἰσπηδάω leap in aor subj mid 2nd sg (attic ionic) εἰσπηδάω leap in aor subj act 3rd sg (attic ionic) εἰσπηδάω leap in fut ind mid 2nd sg (attic ionic) εἰσπηδάω leap in aor subj mid 2nd sg (attic ionic) εἰσπηδάω leap in aor subj act 3rd sg (attic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • въскочити — ВЪСКОЧ|ИТИ 1 (15), ОУ, ИТЬ гл. Вскочить, ворваться куда л., во что л.: въскочивше въ храмъ ѡбрѣтоша иконѹ господню сто˫ащю. ПрЛ XIII, 49а; и нападеть нань медвѣдь и въскочить в домъ ѥго (εἰσπηδήσῃ) ГА XIII–XIV, З6в; злѣиша же ѿ Июдѣ˫анъ, || иже… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”